γεμίζω

γεμίζω
1. μετ.
1) наполнять; заполнять;

γεμίζω τό κανάτι (με) νερό — наполнять графин водой;

γεμίζω τό τσουβάλι (με) σιτάρι — наполнять мешок пшеницей;

γεμί τό χαντάκι — засыпать ров;

γεμίζω τό τραπέζι (με) παλιόχαρτα — завалить стол- старыми бумагами;

γεμίζω τα χέρια μου μελανιά (αίματα) — запачкать руки чернилами (кровью);

2) набивать; начинять, фаршировать;

γεμίζω την πίπα — набивать трубку;

γεμί φίσκα — набивать до отказа;

γεμίζω εμαυτόν — или γεμίζω την κοιλιά μου — наедаться, набить себе желудок;

3) заряжать (ружьё);

§ γεμίζω πανί — распускать паруса;

μας γέμισε μύγες он начал разводить (нам) турусы на колёсах;
2. αμετ. 1) наполняться;

τό θέατρο έχει γεμίσει (από) κόσμο — театр наполнился людьми;

γέμισε το φεγγάρι наступило полнолуние;
2) толстеть, поправляться; 3) становиться плотным (о материи);

§ δεν γεμίζει εύκολα το κεφάλι του — или πού να τού γεμίσεις το κεφάλι! — а) ему невозможно втолковать, растолковать (что-л.); — б) его трудно переубедить, разве его переубедишь?;

φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακκούλι — погов, зёрнышко к зёрнышку — мешок наполнится


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "γεμίζω" в других словарях:

  • γεμίζω — γεμίζω, γέμισα, γεμισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: γεμίζω : χωρίς παθητική φωνή, γιατί σημαίνει και → καταλαμβάνω, καλύπτω τελείως κτλ. και → καταλαμβάνομαι, καλύπτομαι τελείως κτλ. Σε ορισμένα λεξικά απαντάται το γεμίζομαι ως παθητικό της… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γεμίζω — fill full of pres subj act 1st sg γεμίζω fill full of pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …   Dictionary of Greek

  • γεμίζω — γέμισα, γεμισμένος 1. κάνω κάτι να είναι γεμάτο, πληρώ: Γέμισα την μπανιέρα με νερό. 2. ικανοποιώ: Ο γάμος μου δε με γεμίζει. 3. παχαίνω: Γέμισε στη διάρκεια της εγκυμοσύνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεγεμισμένα — γεμίζω fill full of perf part mp neut nom/voc/acc pl γεγεμισμένᾱ , γεμίζω fill full of perf part mp fem nom/voc/acc dual γεγεμισμένᾱ , γεμίζω fill full of perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεμίζετε — γεμίζω fill full of pres imperat act 2nd pl γεμίζω fill full of pres ind act 2nd pl γεμίζω fill full of imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεμίσω — γεμίζω fill full of aor subj act 1st sg γεμίζω fill full of fut ind act 1st sg γεμίζω fill full of aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεμίσῃ — γεμίζω fill full of aor subj mid 2nd sg γεμίζω fill full of aor subj act 3rd sg γεμίζω fill full of fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεγεμισμέναι — γεμίζω fill full of perf part mp fem nom/voc pl γεγεμισμένᾱͅ , γεμίζω fill full of perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεγεμισμένον — γεμίζω fill full of perf part mp masc acc sg γεμίζω fill full of perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεμιζόμενον — γεμίζω fill full of pres part mp masc acc sg γεμίζω fill full of pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»